συναφής

συναφής
-ές, ΝΜΑ
αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις»)
2. φρ. α) «συναφή αδικήματα»
(νομ.) αδικήματα τα οποία διέπραξαν μετά από συμφωνία πολλοί μαζί ταυτόχρονα ή ακόμη και σε διαφορετικά χρονικά ή τοπικά σημεία με σκοπό να επιτευχθεί έτσι η όσο το δυνατόν πιο εύστοχη εκτέλεσή τους
β) «συναφείς δίκες»
(νομ.) δίκες τών συναφών αδικημάτων που επιβάλλουν την εκδίκασή τους από ένα δικαστήριο προκειμένου έτσι να εξασφαλιστεί η καλύτερη διεξαγωγή τής ανάκρισης αλλά και ολόκληρης τής διαδικασίας εκδίκασής τους
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με κάτι («τὸ συναφές» — το συντασσόμενο, Απολλ. Δύσκ.)
2. (για φάρμακα) αυτός τού οποίου τα μόρια έχουν συνοχή μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς εκείνα που βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συναφέα και ξυναφέα
α) όσα αλληλοσχετίζονται, όσα παρουσιάζουν αμοιβαία σχέση
β) όσα βρίσκονται πολύ κοντά το ένα με το άλλο
4. φρ. «συναφὴς τόπος» — αυτός που πρόσκειται, που βρίσκεται κοντά σε έναν άλλο (Διον. Βυζ.).
επίρρ...
συναφώς / συναφῶς ΝΜ
νεοελλ.
αναφορικά, σχετικά με κάτι
μσν.
επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αφής (< ἀφή), πρβλ. ἀν-αφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναφής — united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφῆς — συναφή connexion fem gen sg (attic epic ionic) συναφής united masc/fem acc pl (attic epic doric) συναφής united masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει άμεση σχέση: Συζητήθηκε η ένταξη της Tουρκίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση και τα συναφή μ αυτήν προβλήματα. 2. παρόμοιος: Συναφείς έννοιες. – Συναφείς καταστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναφῆ — συναφής united neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συναφής united masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συναφής united masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφέστερον — συναφής united adverbial comp συναφής united masc acc comp sg συναφής united neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναφής — συναφής , συναφής united masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφέα — συναφής united neut nom/voc/acc pl (epic ionic) συναφής united masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφές — συναφής united masc/fem voc sg συναφής united neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφοῦς — συναφής united masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναφῶς — συναφής united adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”